κεντρίνης

κεντρίνης
κεντρ-ίνης [ῐ], ου, ,
A spiny shark, Arist.Fr.310, Opp.H.1.378.
II kind of ψήν or fig-insect, Thphr.HP2.8.2, Plin.HN17.255.
III = κεντρίς, Ael.NA9.11 (-ίτης codd.), Sch.Nic.Th.334.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεντρίνης — κεντρίνης, ὁ (Α) [κέντρον] 1. είδος ψαριού 2. είδος σκνίπας 3. η κεντρίς* …   Dictionary of Greek

  • κεντρίνης — spiny shark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρίναι — κεντρίνης spiny shark masc nom/voc pl κεντρίνᾱͅ , κεντρίνης spiny shark masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρίνην — κεντρίνης spiny shark masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρίνας — κεντρίνᾱς , κεντρίνης spiny shark masc acc pl κεντρίνᾱς , κεντρίνης spiny shark masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντροφόρος — ο (Α κεντροφόρος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων τής οικογένειας squalidae αρχ. 1. αυτός που έχει κεντρί 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεντροφόρος ο κεντρίνης* 3. αυτός που αποτελεί το κέντρο τής οικουμένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”